Новогреческий словарь
μαντρόσκυλος
μαντρόσκυλ|ος
ο 1)
овчарка
;
2) бран.
собака
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
овчарка
? —
μαντρόσκυλος
как на
(ново)греческом
будет слово
собака
? —
μαντρόσκυλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαντρόσκυλος
? — овчарка, собака
#
(ново)греческий словарь
—
μεταβολίζω
—
λάφιασμα
—
αργυροποίκιλτος
—
διάναξις
—
ξυλογράφος
—
πευκάκι
—
παλληκαρίστικος
—
εσοχή
—
ζούπισμα
—
υδροκριτικός
—
δίσκος
—
οποθενδήποτε
—
κοινωνιόλεκτος
—
ορνιθόμυαλος
—
σύνταξη
—
κατσικοπόδαρος
—
αρκουδόπουλο
—
καταμετρητικός
—
κονιορτοποιούμαι
—
ανόθευτος
—
πνεύμων
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве