Новогреческий словарь
στενακτικός
στενακτικός
1)
стонущий
;
2)
тяжело вздыхающий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стонущий
? —
στενακτικός
как на
(ново)греческом
будет слово
тяжело вздыхающий
? —
στενακτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
στενακτικός
? — стонущий, тяжело вздыхающий
#
(ново)греческий словарь
—
προδοτικός
—
στροφόμετρο
—
παραγγελιοδόχος
—
πριστός
—
συνόρευση
—
πιό
—
επίπλασμα
—
επιχειρώ
—
ανεμόστυλος
—
όνος
—
ρούφηγμα
—
αμακατζήδικος
—
γλεντολογώ
—
τσικνίδα
—
ιούτα
—
αμερικανοκρατούμενος
—
χρυσόκαρδος
—
απρομήθευτα
—
πτερόν
—
απαγγελία
—
λεβητοηοιία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве