|
το 1) зубец; 2) тех. шип #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зубец? — οδόντωμο как на (ново)греческом будет слово шип? — οδόντωμο как с (ново)греческого переводится слово οδόντωμο? — зубец, шип — εξιδανικεύω — πόκος — βούργια — δρωτσίλα — όρθριος — νομοσχέδιο — σώζομαι — στροβιλισμός — δοξοπηγή — μακρήγορος — επιχορηγώ — μυλωθρός — αλατοφόρος — ατρυπάνιστος — γελάδι — καινοτομία — ληκτικός — αποτίμηση — διδάσκαλος — ξελησμονάω — ερωτοληψία |
|||