|
(-ητος) η горючесть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горючесть? — καυσιμότης как с (ново)греческого переводится слово καυσιμότης? — горючесть — κορεστικός — προχωρημένος — ψυλλοβότανο — επίλογος — σκατούλα — σμάρι — αρχοντικο — αγγειό — παρωνυμία — αδιαχώρητο — αλληλοσφάζομαι — αξύλιστος — αυτοθεραπεία — οινόμετρο — βούβαλος — έξυπνο κινητό — ασπαλιεύς — ψηφάω — βαλβολίνη — πηλήκιο — μεταλλοτεχνία |
|||