|
на земле; на полу; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово на земле? — χάμω как на (ново)греческом будет слово на полу? — χάμω как с (ново)греческого переводится слово χάμω? — на земле, на полу — λέμβων — αρχικελευστής — δημοσιοποιούμαι — παιδοψυχολογικός — καταπλήττω — αμαχαίρωτος — δεντρουλλάκι — ερωτοκουβέντα — μποσταντζής — επεξεργαστικός — ισάζω — ρύμη — νεοφιλελευθερισμός — ηλεκτροφυσιολογία — μερομίστι — αστητος — αποκάμνω — τρυφάω — σεχταρισμός — ικμάδα — ανεπισκεύαστος |
|||