|
1) неподготовленный (κ экзаменам); 2) нетренированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неподготовленный? — απρογύμναστος как на (ново)греческом будет слово нетренированный? — απρογύμναστος как с (ново)греческого переводится слово απρογύμναστος? — неподготовленный, нетренированный — κοιλιαλγία — μουσταλευριά — αχτιδωτός — εξεικόνιση — αχειροτόνητος — αδελέαστος — ελαφίδες — προχθεσινός — αλεποτρίχης — κρατικοποιώ — ανάστερος — μαστοράκι — υδρομέτρηση — επιστημολογία — κοτέτσι — κερεστές — βριζαμιά — δοχειάριος — κατασκηνώνω — κουβερτούρα — Φώτης |
|||