|
(-ιδος) η мед. эндокардит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндокардит? — ενδοκαρδίτις как с (ново)греческого переводится слово ενδοκαρδίτις? — эндокардит — παραλαβαίνω — καλωσόρισμα — ασέλλωτος — τραχύτητα — γλαυκίοπις — υπουργείο — παραπληγία — μιμητικός — φιλόψογος — ευκαταμάχητος — ασβεστοκονία — Κιργισία — αλάθεφτος — δεικτικός — γκαρδιακός — απειροπόλεμος — ατόφυος — διηγηματικό — βαλσαμικός — αναμπαμπούλα — σκιερότητα |
|||