|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βυζανιάρικος? — — αβγατίζω — σταδιόμετρο — αρειμανίως — γρατζουνιά — αναμαρμαρώνω — κροτωνέλαιον — αιχμαλωτισμός — κουτσαμάρα — παρεισάγω — κτενοποιός — καμωματής — μυροδοχείο — αναποδογυρίζω — αγόρευση — παπικός — σοφιστεία — νύχτιος — περιποιώ — αναφομοίωτος — ισόπλευρος — μετάσταση |
|||