Новогреческий словарь
εκορέσθην
εκορέσθην
παθ. αόρ. от κορεννύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκορέσθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κλινικά
—
υδρομετρικός
—
αξεγύμνωτος
—
προαλείφομαι
—
μπακίρωμα
—
χρονοδιάγραμμα
—
αλωνιάτικος
—
επανάταξη
—
τίς
—
έφορος
—
βασιλική
—
άσβεστος
—
χάμουρα
—
υπερσιτισμός
—
σκευάμαξα
—
συμβιώνω
—
ζαλίκι
—
χρησιμοθηρία
—
καμπάνα
—
κρυαίνω
—
φρενοκομείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве