|
παθ. αόρ. от κορεννύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκορέσθην? — — παλαιοελλαδίτης — σκαρτάρω — ψευτιά — ρυάκι — στεμφυλίτης — οξειδώσιμος — διάκειμαι — σουτέρ — αρχιεπισκοπείο — ραχατλήδικος — σπουρδακύλα — εκτριπτικός — συχνάζω — ασημύς — τάνκερ — μονωτήρας — κοκκινάδι — μανάρα — σπιθοβολή — ουδετερόφιλος — πτώση |
|||