Новогреческий словарь
στέφανο
στέφανο
το (чаще мн.ч.)
брачный венец
;
κάτω από τά ~α — под венцом
;
καλά ~α! — [phrase]счастливого брака![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
брачный венец
? —
στέφανο
как с
(ново)греческого
переводится слово
στέφανο
? — брачный венец
#
(ново)греческий словарь
—
βουρτσιά
—
εξεναντίας
—
κόκ
—
προϊστορικά
—
σκώπτης
—
διατρύπησις
—
μαγκουριά
—
ανατρέφομαι
—
εμπαίζω
—
αντιτείνω
—
ζωτικότητα
—
μαλαθούνα
—
συμπορεύομαι
—
διελκυστίνδα
—
υπνοφοβία
—
σχοινοβασία
—
κατατρυπιέμαι
—
γεωμετρικός
—
ανατολιστής
—
οίος
—
ασμάλτωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве