Новогреческий словарь
ρεκόρ
ρεκόρ
το
рекорд
;
σημειώνω (или πετυχαίνω) ~ — достигать рекорда, ставить рекорд
;
σπάζω (или καταρρίπτω) ~ — побивать рекорд
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рекорд
? —
ρεκόρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρεκόρ
? — рекорд
#
(ново)греческий словарь
—
επιτηδειότητα
—
τεμπελόσκυλο
—
εσωκλείστως
—
επισημασμένος
—
αποτήκω
—
ξεψυχάω
—
αντεπιχειρώ
—
ερεύγομαι
—
κοκετάρομαι
—
καταισχύνη
—
αγόγγυστα
—
νοτιοδυτικά
—
πλεκτάνη
—
απέλαση
—
ωμόλινον
—
θαλαμίσκος
—
γριλιάζω
—
αυτοσυντηρούμαι
—
γαλακτοτρέφω
—
επισκευάζω
—
γλυκοχαιρέτημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве