Новогреческий словарь
προικοδότης
προικοδότης
ο
тот(__,__) кто даёт приданое
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тот, кто даёт приданое
? —
προικοδότης
как с
(ново)греческого
переводится слово
προικοδότης
? — тот, кто даёт приданое
#
(ново)греческий словарь
—
χτίριο
—
ουτοπισμός
—
εθνικοσοσιαλιστικά
—
εγκληματολογικός
—
διονυχίζω
—
αεροβάτης
—
κατά μόνας
—
ξεκουμπίδια
—
βίος
—
ανηολόγητος
—
κολλεκτίβα
—
μελισσόπουλο
—
βύσμα
—
αγραμματοσύνη
—
ιερατεύω
—
μετριούμαι
—
συχωρώ
—
βροντόλυρα
—
προϋπάρχω
—
σαλπιγγίτιδα
—
εμφρακτήρ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве