|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καροτσιέρης? — — νταραβερίζομαι — υπερθυρεοειδισμός — προαναφλέγω — χελώνια — πιατικά — περίσχεση — αγελαδοβοσκός — ταξιδιωτικός — απολυμαντήριος — αγγειοβρίθεια — δυσώνυμος — γούργουρας — διαρρήδην — επιτηρητής — γκανιότα — πεταλωτής — τιμιέμαι — διογκώνομαι — ιδιόβουλος — αγελαδοστάσιο — παλινδρομικά |
|||