Новогреческий словарь
διαβολοκόριτσο
διαβολοκόριτσο
το
бесёнок, чертёнок
(о девушке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бесёнок
? —
διαβολοκόριτσο
как на
(ново)греческом
будет слово
чертёнок
? —
διαβολοκόριτσο
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαβολοκόριτσο
? — бесёнок, чертёнок
#
(ново)греческий словарь
—
πατρωνυμικό
—
εξώστεγον
—
ακανθών
—
ούρλιασμα
—
ψευτοπαλληκαράς
—
γυφταρειό
—
καταματωμένος
—
σαπρότητα
—
ελατόξυλο
—
ξαναφυτεύω
—
ενδείκτης
—
υψίσυχνος
—
ομότιμος
—
συμπιεστό
—
ενεπάγην
—
ακροπατώ
—
ζαχαριέρα
—
θαυμάζω
—
κατηχήτρια
—
αχρείος
—
καπλαντίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве