|
το бесёнок, чертёнок (о девушке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесёнок? — διαβολοκόριτσο как на (ново)греческом будет слово чертёнок? — διαβολοκόριτσο как с (ново)греческого переводится слово διαβολοκόριτσο? — бесёнок, чертёнок — ζωόφιλος — ακριτολογία — ομοιωματικός — σταυροπόδι — οιστραδιόλη — αντικρυστής — βενθοπελαγικός — κελάρης — κρινάκι — ηγμένος — χιόνι — ανορθωτικά — αγγίζω — δεκατεία — υδρόνεφρον — κανάγιας — αδελφοφάγωμα — κοντολογίς — ύστερο — μακροβένθος — εντροπή |
|||