|
το рыба; === μούψησε τό ~ στ' αχείλι — [phrase]он меня измучил[/phrase]; αυτός είναι ~ или βουβός σάν ~ — [phrase]он нем как рыба[/phrase]; φάτε μάτια ~α κι' η κοιλιά περίδρομο — погов. [phrase]видит око, да зуб неймёт[/phrase]; τό μεγάλο ~ τρώει τό μικρό — погов. [phrase]большая рыбка пожирает малую, сильный берёт верх[/phrase]; τά ~α στό γιαλό καί τό τηγάνι στή φωτιά — погов. [phrase]делить шкуру неубитого медведя[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыба? — ψάρι как с (ново)греческого переводится слово ψάρι? — рыба — λεφτάκια — οικίδιο — συμποσιαστικός — λακκιασμένος — πλατύστερνος — ξεκλείδωμα — σκληραγωγημένος — ναυάγισμα — μερισματόγραφο — επίκριμα — βυζαίνομαι — αυγουστιανός — λαδομπογιαντίζομαι — χούλιγκαν — αλάβωτος — εκδορά — κοντοφάρδουλος — εκνεύριση — πανεπιστήμων — δράκουλα — ματαιοπονώ |
|||