Новогреческий словарь
ξερογλείφω
ξερογλείφω
прям., перен.
облизываться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
облизываться
? —
ξερογλείφω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξερογλείφω
? — облизываться
#
(ново)греческий словарь
—
υπερύψωση
—
γυμνοπαιδία
—
επέρσι
—
ουτιδανότης
—
ερίφι
—
απαράβατος
—
λακουβίτσα
—
πασπαλώνω
—
θερμοχωρητικότητα
—
ζούζουλο
—
κουναβάκι
—
ψαθοποιείο
—
δυσαρέσκεια
—
κροντήρι
—
στανικά
—
καρικατούρα
—
περίφόβος
—
ισάξια
—
διχάζομαι
—
ταλαντώνω
—
δεκάχρονα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве