Новогреческий словарь
καθηκόντως
καθηκόντως
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθηκόντως
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αμπαρωμένος
—
αιμοβόρος
—
κόπωση
—
μυρμηκικός
—
πρωτάρχισμα
—
αντήλι
—
ιχθυοτρόφος
—
γαληνίτης
—
πλιθί
—
βρυόφυτα
—
παραόξω
—
σαβουρώνω
—
γρηπίδα
—
ολοκληρωτής
—
Ισπανίδα
—
αντίξοος
—
λογαριάζομαι
—
ψευδοροφή
—
παγγερμανιστής
—
σκολιότητα
—
νεραϊδόπαρμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве