|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δόκιμα? — — καθολική — ανθρακοποιώ — πλαγκτός — ωμοπλατιαίος — σουηδικά — σχιζοειδής — φταρνίζομαι — αδιαφόρετα — γαιοπρόσοδος — αλιοτρίβητος — φουντούκι — καλαμιώνας — διαφωνώ — ανάκρεμος — φιλειρηνικός — πιπεράτος — σακκολαίφη — απρόσδεκτος — κασσιτέρωση — βλάμισσα — λαμέ |
|||