|
(αόρ. αντιπαρήγγειλα) делать заказ(__,__) отменяющий прежний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делать заказ, отменяющий прежний? — αντιπαραγγέλλω как с (ново)греческого переводится слово αντιπαραγγέλλω? — делать заказ, отменяющий прежний — προσβατότητα — έμεσμα — καταπτόηση — προάστιο — στάντσα — καρυοθραύστης — οικοδίαιτος — αγάς — νεκράνθεμον — ασφαλτόστρωση — χοντρικά — διάπραξη — νικέλωση — σαμάρωμα — αφόρτιστος — κατεδάφιση — προσεχώς — φθόνος — καδί — αποζυγώνω — μαλακτικό |
|||