|
подвешенный высоко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подвешенный высоко? — ανακρεμαστός как с (ново)греческого переводится слово ανακρεμαστός? — подвешенный высоко — γκαντίρικο — ανασχετικός — αγαλάχτιστος — μόσχευμα — στέρεα — ευπαρουσίαστος — ανεμαλαγιά — κάλλιστος — πλατσουκομύτης — ψαροκόκκαλο — πουτανίστικα — χιλιόβαρις — εξάνθηση — αεροναυπηγία — καρδιορραγία — κατσιάζω — διαρρέω — συγκάνω — γαμψός — λοφοσειρά — πιτυχαίνω |
|||