|
пикейный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пикейный? — πικεδένιος как с (ново)греческого переводится слово πικεδένιος? — пикейный — αναπηνιστής — πιστολιά — γαιανθρακέμπορος — τιμωρητικός — ρευστός — φλεκτήρας — ενήλικος — καθέκλα — καστροφύλακας — διαλανθάνω — δυναμοδείκτης — ανασήκωμα — αρβυλο — οργανοταξία — αρχιμηνιά — κομματικός — αμαξόπορτα — αποκλείομαι — άλευρο — ψηφί — εγγράφομαι |
|||