|
1) неудобренный; 2) несмазанный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неудобренный? — αλίπαντος как на (ново)греческом будет слово несмазанный? — αλίπαντος как с (ново)греческого переводится слово αλίπαντος? — неудобренный, несмазанный — δίαρμα — ξεθάρρεμα — καταματωμένος — διαπορθμεύω — τεκτονική — καλόπιοτος — αντερώτηση — ανομισθώνω — ποτάμιος — νηπιοκόμος — εγέρθητι — αρεστός — ξαναδυναμώνω — σπερματοθήκη — ραστώνη — κατηγορηματικότητα — αρκουδόγυφτος — αγριάπιδο — ξεροσφύρι — ανωρίς — αναστρέφω |
|||