|
без чешуи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без чешуи? — αλεπίδωτος как с (ново)греческого переводится слово αλεπίδωτος? — без чешуи — αναποσφράγιστος — βροχοφόρος — αποκτώ — λακές — ακαθοδήγητος — κατασκότεινος — αγιοκέρι — γεωδαιτικός — βουβαμάρα — συνιδιοκτήτρια — διπλοπροσωπία — αντιβασιλεύω — άρθρωση — ναρκωμένος — αναξιοπαθών — νεοαποικιοκρατία — ανεμοστοιβή — συστηματοποιούμαι — τσακώνομαι — ρέ ! — νοτερός |
|||