Новогреческий словарь
κονίαμα
κονίαμα
το 1)
раствор
(строительный);
2)
штукатурка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раствор
? —
κονίαμα
как на
(ново)греческом
будет слово
штукатурка
? —
κονίαμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κονίαμα
? — раствор, штукатурка
#
(ново)греческий словарь
—
ξανθομάλλικο
—
έγειρα
—
στεκούμενος
—
ιχνολογία
—
περιφράσσω
—
αμφικτιονικός
—
πορεύομαι
—
μοσχάρι
—
ξεπαράδιασμα
—
αποσταθεροποιητικά
—
παραμέρισμα
—
γερουσία
—
βύζαμα
—
ανακλώ
—
παπουτσωμένος
—
ακινητότητα
—
ζωοπαθολογία
—
στιφτός
—
ακονιστήριο
—
ελευθερώσιμος
—
πενταδάκτυλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве