Новогреческий словарь
βιράρισμα
βιράρισμα
το мор.
подъём
(якоря, груза)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подъём
? —
βιράρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
βιράρισμα
? — подъём
#
(ново)греческий словарь
—
ψώρας
—
μειονοτικός
—
φιλογύνης
—
ποιότητα
—
γαϊδουρόβηχας
—
οραματιστής
—
ανθρωποκυνηγητό
—
ηδύς
—
κακόγεννη
—
αγγελοσκιάζω
—
συμπεριφέρομαι
—
μονοτύπης
—
χώνομαι
—
Γυάλινος
—
αδιακωμώδητος
—
ασκητικώς
—
αεροθέρμανση
—
πωλητήριο
—
πλατύπους
—
αστόχισμα
—
υποπολλαπλάσιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве