Новогреческий словарь
δεσποτικόν
δεσποτικόν
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεσποτικόν
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξετσίπωτα
—
κουτσοφλέβαρος
—
ταξιδιώτης
—
αναζωογονητικός
—
μαυροφόρος
—
ξεμυαλίζω
—
ενενηκονταετία
—
εντευκτήριον
—
περιπαικτικά
—
σιδηρομαγγάνιο
—
προχειρογράφος
—
πατάτα
—
τοματόσουπα
—
δοθιήν
—
κυτταροβλάστη
—
βλαβερότης
—
αντιμάμαλο
—
ξανακουράζομαι
—
αναισχυντώ
—
ανασπαστήρας
—
βαθύσφαιρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве