Новогреческий словарь
χνάρι
χνάρι
το
след
;
ακολουθώ τά ~α κάποιου — перт. идти по (__чьим-л.__) стопам
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
след
? —
χνάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
χνάρι
? — след
#
(ново)греческий словарь
—
ξαγναντεύοντας
—
αυτοκράτειρα
—
φρονηματισμός
—
προμελετημένος
—
άχρηστος
—
φλογίζω
—
αντιπαραλληλίζω
—
χρησάμενος
—
ομοφυλία
—
απρόσκοπτα
—
γοναταριά
—
ψίθυρος
—
γκρεμοτσακισμένος
—
καταληστεύω
—
εφελκίδωση
—
στειρώ
—
προσοικενώνομαι
—
ανεμογραφικός
—
αρμοστής
—
δουρβάνα
—
πυροσβέστης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве