|
бот. имеющий два стебля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий два стебля? — δίκαυλος как с (ново)греческого переводится слово δίκαυλος? — имеющий два стебля — αγγελοθωρώ — ασπροφρύδης — μικροπράγμα — λαφοκέρατος — θωράκιο — λαϊκότητα — αμοίχεοτος — κοιμούμαι — ασημόκουπα — μανάβης — απόρρητο — καπνοπώλης — ανόφθαλμος — λαμπριάτικα — αδημιούργητος — σκώπτρια — στηθάρι — εξέχων — γκανιότα — βαρούμενη — αίσκιωτος |
|||