|
το колье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колье? — κολλιέ как с (ново)греческого переводится слово κολλιέ? — колье — επορειχαλκώνω — αραποσυκιά — σαρακοστή — σηροτροφικός — εκατοστόγραμμον — ποδοβολητό — τρακάρισμα — επιτέλεση — πασπαλώ — πορφύρα — κωφός — αυτοπροσωπογραφία — ολοήμερος — συρτάκι — τεκμηρίωση — έπεισα — αρνόγαλο — αλείβω — λουλακί — αναστύλωση — εξαρθρωμένος |
|||