Новогреческий словарь
χρονοβόρος
χρονοβόρος
прил, длительный, затяжной
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρονοβόρος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λασπόχτιστος
—
κοντοστούπης
—
ατμοστρόβιλος
—
ανακρούω
—
παννικά
—
ανερμάτιστα
—
λάκημα
—
μουρουνόλαδο
—
σωφροσύνη
—
γδάρσιμο
—
συνυπαιτιότητα
—
λιμνοδίαιτος
—
αχυροσκεπής
—
παρατρέπω
—
μονωδώ
—
συνισταμένη
—
κλαίω
—
μπούλμπερη
—
ξέστερος
—
σαρκίο
—
κρουσιφλεγής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве