Новогреческий словарь
προκατασκευάζω
προκατασκευάζω
заранее изготовлять
;
εργοστάσιο ~σμένων σπιτιών — завод сборных домов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
заранее изготовлять
? —
προκατασκευάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
προκατασκευάζω
? — заранее изготовлять
#
(ново)греческий словарь
—
αφεύγατο
—
υμνολογία
—
στομαλγία
—
καλονοιάζομαι
—
χοντροκόκκαλος
—
μωρούδι
—
αντιλογώ
—
χορτοκόπος
—
απροσάρμοστος
—
ξανακεντώ
—
ψητάρης
—
τσέλιγκας
—
κουντρίζω
—
ζουπίζω
—
φρού-φρού
—
γιδοκοπή
—
μεσοπλεύριος
—
αυτοϊκανοποίηση
—
αποσάθρωση
—
φωνήεν
—
γαζέλλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве