|
рифмующийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рифмующийся? — ομοιοκατάληκτος как с (ново)греческого переводится слово ομοιοκατάληκτος? — рифмующийся — κάρφωμα — αβανταδόρος — ζάλισμα — τζαμπατζής — απόλεμος — σκούφος — λάγανον — εξωφρενικότητα — σιδηροπωλειο — επτακοσιοστός — μαλθακότητα — ξεσφίγγομαι — εξαποδός — σύμμεικτος — κωλάκι — Λιθουανή — απαραχώρητος — μάνητα — καρδιογραφία — εγωιστής — παρασόκακο |
|||