Новогреческий словарь
κατακόβομαι
κατακόβομαι
выбиваться из сил
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выбиваться из сил
? —
κατακόβομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατακόβομαι
? — выбиваться из сил
#
(ново)греческий словарь
—
σθεναρώς
—
μήλι
—
σταλάσσω
—
κοντοβασίλεμα
—
ιστοθέτησις
—
πυτίνη
—
ενθύμιο
—
στυγερός
—
κακόβουλα
—
κροκάρι
—
δυσφημιστικός
—
φορείο
—
κόλλαβος
—
παλιάμαξα
—
πέζευμα
—
υπνοθεραπεία
—
απρόοπτος
—
έντονος
—
παραχέρι
—
πλατανόφυλλο
—
ντοβλέτι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве