|
реактивировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реактивировать? — επαναδραστηριοποιώ как с (ново)греческого переводится слово επαναδραστηριοποιώ? — реактивировать — αλάτι — κοσμοείδωλο — αδελέαστος — κερδένω — αναντίρρητος — κατής — απέλαση — αξιοκρατία — εμπόδιση — ενήμερος — χαμπάρι — στουρέκι — καρέκλα — πάλλω — αμβλύτης — τσιφούτης — ξακουστός — ντορής — πρωτοείδωτος — ινστιτούτο — απομεσήμερα |
|||