|
индустриализировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индустриализировать? — εκβιομηχανίζω как с (ново)греческого переводится слово εκβιομηχανίζω? — индустриализировать — κρυόμετρο — γομάρια — λιμοκοντόρος — αθάμαστος — εκείμην — μί — τραβηχτός — κοντόσταβλος — αστροβόλημα — κατακαμπής — φαλακρότητα — τιγράκι — λιποθυμιά — γεωθερμικός — ημιταξιαρχία — ανήγαγον — Κατοχή — πασσαλείβω — ξεβαβουλίζω — θαλαμηπόλος — επακτικός |
|||