|
снимать форму #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снимать форму? — ξεκαλουπώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεκαλουπώνω? — снимать форму — εξωλογικός — ακτύπητος — κατεβατός — αγκαλίτσα — κυριολεξία — αρχοντιλίκι — βουδδικός — κρυμοπαγία — θεωρητής — εμβόλιμος — καταμετρητής — χρησάμενος — μαυροκέρασο — καταναλωτής — επιφάτνιος — μεταξύ — κενόδοξος — αγουρίδα — κομιτεία — ξεμουρλαίνω — αιτούμαι |
|||