Новогреческий словарь
ευφημιστικός
ευφημιστικός
1)
хвалебный
;
2)
эвфемистический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хвалебный
? —
ευφημιστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
эвфемистический
? —
ευφημιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευφημιστικός
? — хвалебный, эвфемистический
#
(ново)греческий словарь
—
πατριαρχεία
—
φωλεία
—
διπλοχαιρετώ
—
αηδονόφωνος
—
τεμπέλης
—
όλος
—
μανικιούρ
—
ξέκαμα
—
αυτοδημιούργητος
—
αποικιοποίηση
—
ακακοφόρμιστος
—
ποζιτιβιστής
—
κηρός
—
βρωμιάρικος
—
φούντι
—
αδολέσχης
—
ψευδάνθρακας
—
αλουστράριστος
—
τός
—
αντίθετα
—
απόγκρεμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве