|
το засолка, засол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово засолка? — πάστωμα как на (ново)греческом будет слово засол? — πάστωμα как с (ново)греческого переводится слово πάστωμα? — засолка, засол — κοσμολογία — μοναρχώ — χάρτα — αχτινογράφημα — μεγαλόφωνα — ηχοαπορροφητικός — ανθρακείο — ξαστεριά — τρίφυλλο — νεύω — πρωτόγαμος — μορφώνομαι — πληβείος — κόλαστρον — κόκκορας — μπέμπης — απολνώ — επιβατικό — αλυσοδέσμιος — διάλογος — παρά |
|||