Новогреческий словарь
αιδοιολείκτης
αιδοιολείκτης
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιδοιολείκτης
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λιβόρι
—
εξοικειώνομαι
—
κρεμεζύς
—
βιντεοκάμερα
—
βοσκώ
—
αξούρηγος
—
περίοικος
—
αλείαντος
—
ανοιχτοκαρδιά
—
καταλυπώ
—
απανθίζω
—
Σπαρτιάτισσα
—
λόγιο
—
μονόχειρας
—
χρωματουργείο
—
συναρμολόγημα
—
αναριθμώ
—
παναγιότης
—
καφεθέατρο
—
βαγιοκλαδίζω
—
παραφορτωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве