Новогреческий словарь
αναδρομάρισσα
αναδρομάρισσα
η 1)
непоседа
;
2)
рассказчик старых историй
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
непоседа
? —
αναδρομάρισσα
как на
(ново)греческом
будет слово
рассказчик старых историй
? —
αναδρομάρισσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναδρομάρισσα
? — непоседа, рассказчик старых историй
#
(ново)греческий словарь
—
αμεταμόρφωτος
—
χημεία
—
παράκτιος
—
τορπιλλάκατος
—
μειόκαινος
—
ραφτόπουλο
—
αχλαδόκαμπος
—
αλφαδολάστιχο
—
αυτοαποκάλυψη
—
αντικομματισμός
—
οφθαλμοφανής
—
αποδίδω
—
οινογραφία
—
ηλεκτρονικός
—
καφέα
—
υδρείον
—
σεισμόγραμμα
—
ακάλτσωτος
—
έκθλιψη
—
πατατούκα
—
αντηχώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве