Новогреческий словарь
βαρούχειος
βαρούχει|ος
ο :
βαρούχειος (ύπνος) — а) летаргический сон; б) перен. равнодушие к нуждам
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαρούχειος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
προδρομικός
—
ελλανοδίκης
—
αυτοκτονία
—
αεροναυτιλία
—
μηλοροδάκινο
—
πολυχρονάω
—
τσιμπιδάκι
—
πείραμα
—
αρχοντικά
—
σκόμβρος
—
κεραμάρης
—
μισότρελλος
—
ομοφωνώ
—
αποπυρηνικοποιώ
—
συμφύρω
—
ημιανοιγμένος
—
γυναικολόι
—
αποίκιση
—
συνετίζω
—
μεζεκλίδικος
—
κολυμβητά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве