|
το укол (шипом и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укол? — αγκέλωμα как с (ново)греческого переводится слово αγκέλωμα? — укол — κατακλιστής — αγουρομαζώνω — διάσωση — αφεντικός — χρωματίνη — καράβι — δερβενάκι — φιδήσιος — ευφημητικός — διθυραμβικός — αμελησία — τροχοπεδιλοδρομία — απαχθείς — μεσαιωνικός — ανεδύθην — κοιλιόδουλος — μουτζώνω — παρακώλυση — εδώθενες — κερασάκι — σημερνός |
|||