|
το укол (шипом и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укол? — αγκέλωμα как с (ново)греческого переводится слово αγκέλωμα? — укол — βελούγα — ρινολαλία — ασχημάδι — αργοκινησία — αρχύτερα — βαθμολογητής — εξομνύω — προσφυγίνα — εκτρέφω — αλφάβητος — φουστίτσα — ομοψυχία — υπόγλυκος — κουκουνίζω — επιλεκτικός — νομιμοφροσύνη — γλυκόλογος — πλατυμέτωπος — φωτίτσα — ουμανισμός — ύπαρχος |
|||