Новогреческий словарь
πρεζάρω
πρεζάρω
(αόρ. πρεζάρισα)
нюхать
(табак, кокаин и др. наркотики)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нюхать
? —
πρεζάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρεζάρω
? — нюхать
#
(ново)греческий словарь
—
αφηγήτρια
—
αξιομακάριστος
—
φραγκισκανή
—
βόειος
—
χαροκόπι
—
πολυανδρια
—
ισάκις
—
γυαλουρίζω
—
αρράγιστος
—
λιγόημερος
—
ζωοφυσική
—
φανφαρονισμός
—
αφθώδης
—
ανταρεύω
—
εξώστεγον
—
διακόνημα
—
αντεμετικός
—
τσιγάρο
—
αναθύμηση
—
αναβαλλόμενος
—
υπερκατασκευή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве