Новогреческий словарь
έαρ
έαρ
(род.п. έαρος) τό
весна
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
весна
? —
έαρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
έαρ
? — весна
#
(ново)греческий словарь
—
συμπεθεριάζω
—
κοάζω
—
γιορτολόγιο
—
σπαρταρώ
—
πανοσιότης
—
κεφαλαίος
—
άσπονδος
—
διαυλικός
—
προτεσταντισμός
—
στράτευμα
—
εξαμηνιαίος
—
αεριαγωγός
—
αμετρία
—
φιλίωση
—
φαρμακογνώστης
—
γονής
—
φαλίδωμα
—
αιματοκρίτης
—
διαλύζω
—
τροπολογία
—
πατητής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве