|
(род.п. έαρος) τό весна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весна? — έαρ как с (ново)греческого переводится слово έαρ? — весна — ξανθίζω — σκολοπισμός — πεσιμιστικός — ανάσταση — εξαρσιγενής — σοφός — καλώδιο — ερυθραίνω — πυκνοκατωκημένος — ξεμέθυσμα — πρωτόνιο — παρακμάζων — αφύλαχτος — αλεξητήριον — αροτήρ — γλυκειά — σιδερωμένος — σκηνογράφος — κοντομάνικος — μοτοποδήλατο — αρεός |
|||