|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολτοποιούμαι? — — ανταλής — αμπελήσιος — μαργαρένιος — τουρκοπούλι — αιμοπτύω — ξεροψημένος — σφιχτόκωλος — διψομανής — κορυφώνομαι — μοτέρ — απόψυξη — πρήστος — εκφορτωτής — λαβή — εκφασισμός — τράμ — αφροντισιά — εισαγωγή — κυανωτικός — σύνωρος — λάβωμα |
|||