|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ερίκι? — — ουδός — αμύλωσις — πρυμνήσια — πεντασθενής — χαρισματικός — ακαμίνευτος — ακαύχητος — αγνωστικιστικός — αντίσκομμα — αιματοπότης — κειμηλιοθήκη — χιονοσκεπασμένος — χαλκοπλάστης — άξεστα — δοσμένα — ομοιόβαθμος — μικροργανισμός — γιγαντωμένος — επιπλώνομαι — περιληπτικός — σπιθοβολή |
|||