|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψητοπώλης? — — κοκαλιάζω — φυσεκλίκι — ανοικονόμητος — δεκαεπταπλάσιος — καταλάγιασμα — κατάστεγνος — προωστικός — αντρικός — βιβλιοδετώ — νηματώδεις — κρεατίλα — ατηγάνιστος — εξιλέωση — φουσάτο — μύωσις — κιτροπαραγωγός — θύλαξ — φράκο — αγκαθοτόπι — οστικός — υπερφαλάγγιση |
|||