|
ο шмель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шмель? — μπούμπουρας как с (ново)греческого переводится слово μπούμπουρας? — шмель — νεοπαγής — καταχείμωνο — κατηχητική — θαλασσοπνίχτης — αδιάπλαστος — διάστιξη — εύτεκνος — φωριαμός — Θεοτόκος — πειθαναγκασμός — μενδρεσές — δακτυλογραφέσσα — εξώστεγον — ψάλλω — πισσοτήρας — χειροπιαστός — ράς — ορθοδοντικός — υπέροχος — αποτραβιέμαι — φλεβικός |
|||