Новогреческий словарь
δίλημμα
δίλημμα
το
дилемма
;
βρίσκομαι πρό διλήμματος или βρίσκομαι σέ ~ — оказаться перед дилеммой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дилемма
? —
δίλημμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
δίλημμα
? — дилемма
#
(ново)греческий словарь
—
σώγαμπρος
—
ωρίμαση
—
γιωμένος
—
αλληλοπρόγονοι
—
τελεσιουργός
—
αλκοολούχος
—
θεατής
—
αποκυλιούμαι
—
παραβιάζω
—
διαλεκτική
—
ευστοχία
—
απαλότητα
—
ψυχολάτρισσα
—
ασταύρωτος
—
κουρελιάρισσα
—
ξεσκονίζω
—
κοσμογονία
—
αποκοιμάω
—
στροφιλιά
—
ψυχολογημένος
—
γαλίφικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве