|
ο шпинель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шпинель? — σπινέλ(λ)ιο как с (ново)греческого переводится слово σπινέλ(λ)ιο? — шпинель — παιδαγώγηση — καθεμέρα — ίχνος — ευχολόγιον — ξεμέθυσμα — εξανθρακώνω — σύνωρα — χαβανόχερο — λαμπαδηδρόμος — πολλαπλότητα — επικουρώ — παιδογέννεση — σεληνιασμός — αφαρπάζομαι — λογού — φακελωμένος — βοτρυοειδής — αποκρεμώ — ξύλωση — ιππαστί — εξηκονταετηρίδα |
|||